Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Ανάλωση




Μεταξύ των ποσών που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος είναι και η ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
Όπως αναλυτικά ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. (Ν. 4172/2013), "για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου αυτού ανά έτος, από τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από το φόρο, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων αυτών, από τα χρηματικά ποσά που ορίζονται στις περιπτώσεις β', γ', δ', ε' και στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε. (Ν. 4172/2013) και από οποιοδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί, εκπίπτουν οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 31 και 32, ανεξάρτητα αν απαλλάσσονται της εφαρμογής των άρθρων αυτών.
Αν δεν υπάρχουν δαπάνες με βάση το άρθρο 31 ή αν το ποσό τους είναι μικρότερο από τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για άγαμο και πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ προκειμένου για συζύγους, το ποσό που πρέπει να εκπέσει προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσής τους και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριών χιλιάδων (3.000) και πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αντίστοιχα.
Κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων των παραπάνω περιπτώσεων τα μειώνει και η διαφορά που προκύπτει λαμβάνεται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης, εκτός αν τα ποσά αυτά έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους που καταβλήθηκαν και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους αυτού.
Για την κάλυψη ή περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της περίπτωσης δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2019/1992 (Α ́ 34) για τα ποσά των πραγματικών ή τεκμαρτών δαπανών που πραγματοποιούνται από 1.1.1994. Χρηματικά ποσά που έχουν ληφθεί υπόψη από τη δήλωση που, τυχόν, υποβλήθηκε κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 2019/1992, για την κάλυψη ή τον περιορισμό διαφοράς δαπάνης, αφαιρούνται από το κεφάλαιο που σχηματίζεται από προηγούμενα έτη, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση όσα ορίζονται στα εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο αυτής της περίπτωσης."

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ ΦΟΡΟΥ ΣΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ

Προκαταβολή του φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν φυσικά πρόσωπα

5. α) Στις αμοιβές που λαμβάνουν δικηγόροι οφείλεται προκαταβολή φόρου δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Δεν υπολογίζεται προκαταβλητέος φόρος επί των αμοιβών για παραστάσεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία που παρέχουν δικηγόροι οι οποίοι συνδέονται με τον εντολέα τους με σύμβαση έμμισθης εντολής και αμείβονται με πάγια αντιμισθία.
β) Ομοίως, δεν υπολογίζεται και δεν αποδίδεται προκαταβλητέος φόρος στις περιπτώσεις που ενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης δ ́ της   ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 64. 
γ) Κάθε δικηγορικός σύλλογος ή ταμείο συνεργασίας ή διανεμητικός λογαριασμός οποιασδήποτε νομικής μορφής υποχρεούται να παρακρατεί φόρο εισοδήματος με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) επί οποιουδήποτε ποσού καταβάλλει ως μέρισμα σε δικηγόρο.
δ) Αν με την έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής για την παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών η αμοιβή ή το ύψος της συναρτάται με το αποτέλεσμα των δικηγορικών υπηρεσιών ή της δίκης, κατά την απόδοση του προκαταβλητέου φόρου υποβάλλονται και τα στοιχεία που αποδεικνύουν το ύψος της αμοιβής, όπως ειδικότερα καθορίζεται με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
ε) Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζεται ο τύπος, το περιεχόμενο, ο τρόπος υποβολής της δήλωσης και καταβολής του φόρου και ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των καταστάσεων και το περιεχόμενο αυτών, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
ΠΟΛ. 1031/24-1-2014: Χρόνος και τρόπος απόδοσης του προκαταβλητέου φόρου που υπολογίζεται επί των δικηγορικών αμοιβών καθώς και της παρακράτησης φόρου επί των μερισμάτων που καταβάλλονται από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων α και γ της παραγράφου 5 και της παραγράφου 6 του άρθρου 69 του Ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167 Α').
ΠΟΛ. 1031 (ΦΕΚ Β 261/ 11.02.2014)
Χρόνος και τρόπος απόδοσης του προκαταβλητέου φόρου που υπολογίζεται επί των δικηγορικών αμοιβών καθώς και της παρακράτησης φόρου επί των μερισμάτων που καταβάλλονται από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων α και γ της παραγράφου 5 και της παραγράφου 6 του άρθρου 69 του Ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167 Α').
Άρθρο 1
Υποβολή της δήλωσης και τρόπος απόδοσης του προκαταβλητέου φόρου που υπολογίζεται επί των δικηγορικών αμοιβών καθώς και της παρακράτησης φόρου επί των μερισμάτων που καταβάλλονται από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους.
1. Ο προκαταβλητέος φόρος που υπολογίζεται επί των ακαθαρίστων αμοιβών των δικηγόρων, που αναγράφονται επί των γραμματίων προκαταβολής ως ποσά αναφοράς καθώς και ο παρακρατούμενος επί των ποσών που καταβάλλονται ως μέρισμα από τους δικηγορικούς συλλόγους αποδίδονται με προσωρινές δηλώσεις (συνημμένο υπόδειγμα προσωρινής δήλωσης), με ευθύνη των προέδρων τους ως εξής:
Οι εμπρόθεσμες και εκπρόθεσμες αρχικές και τροποποιητικές προσωρινές δηλώσεις απόδοσης του προκαταβλητέου και του παρακρατηθέντα φόρου φορολογικού έτους 2014 υποβάλλονται με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου, στο δικτυακό τόπο www.gsis.gr

3. Η υποβολή της προσωρινής δήλωσης απόδοσης του προκαταβλητέου και του παρακρατηθέντα φόρου φορολογικού έτους 2014, πραγματοποιείται με την χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω του ειδικού δικτύου TAXISnet από 20.02.2014.
4. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης τεχνικής αδυναμίας ολοκλήρωσης της υποβολής της δήλωσης, αυτή υποβάλλεται άμεσα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., με συνημμένο το εκτυπωμένο αποδεικτικό στοιχείο της μη δυνατότητας υποβολής της.

ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ

Για παραβάσεις σχετικές με παρακρατούμενους φόρους οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
1. Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης παρακρατούμενου φόρου από την οποία θα προέκυπτε υποχρέωση απόδοσης φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του φόρου που αναλογεί στη μη υποβληθείσα δήλωση.
2. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης παρακρατούμενου φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) επί της διαφοράς του φόρου.

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Λιανική περιστασιακή πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών



Οι ευκαιριακά απασχολούμενοι - φυσικά πρόσωπα μπορούν να πωλούν αγαθά ή να προσφέρουν υπηρεσίες σε επιτηδευματίες και οι αντισυμβαλλόμενοι τους για την αγορά των αγαθών να εκδίδουν τιμολόγιο αγοράς και για την καταβολή αμοιβών για τις προσφερόμενες υπηρεσίες ή προμήθειες Απόδειξη Δαπάνης (μέχρι του οριζόμενου ορίου των 10.000 ευρώ).
Αντίθετα όταν τα φυσικά αυτά πρόσωπα παρέχουν υπηρεσίες ή πωλούν αγαθά λιανικά αποκτώντας εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι υπόχρεα εφαρμογής των λογιστικών προτύπων, καθότι η διενέργεια αυτών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ευκαιριακή.
Διευκρινίζεται ότι η συμπτωματική πώληση προσωπικών περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, αυτοκίνητα, οικοσκευή, κλπ.) σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται υποχρεώσεις σε σχέση με τον νόμο για τα ΕΛΠ.

Μη υποκείμενα στα ΕΛΠ πρόσωπα. Περιστασιακά απασχολούμενοι


Μη υποκείμενα στα ΕΛΠ πρόσωπα. Περιστασιακά απασχολούμενοι
Σύμφωνα με το ΑΡΘΡΟ 39 ΠΑΡ 1 περ. β’ των ΕΛΠ, δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία, ευκαιριακά και ως παρεπόμενη απασχόληση, πωλούν προϊόντα ή παρέχουν υπηρεσίες, εφόσον οι συναλλαγές αυτές στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν το ποσό των 10.000 ευρώ ετησίως. 
Τα πρόσωπα αυτά δεν υποχρεούνται, κατ’ επέκταση, σε έκδοση των παραστατικών πωλήσεων και στην τήρηση των βιβλίων που προβλέπουν τα ΕΛΠ.
5.1. Τι χαρακτηρίζεται ως ευκαιριακή παρεπόμενη δραστηριότητα
Ως ευκαιριακή παρεπόμενη δραστηριότητα χαρακτηρίζεται,  η δραστηριότητα που δεν ασκείται κατά σύστημα και αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά. Τέτοια πραγματικά περιστατικά αποτελούν ιδίως η συνέχεια ή μη της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, η ύπαρξη ιδιαίτερης επαγγελματικής εγκατάστασης, η ύπαρξη ιδιαίτερου εξοπλισμού και μηχανικών μέσων για την παροχή των υπηρεσιών αυτών ή την παραγωγή των αγαθών ή απόκτηση αγαθών με σκοπό τη μεταπώληση, και γενικότερα το εάν η παροχή των υπηρεσιών αυτών ή των αγαθών, έχει τα χαρακτηριστικά της οργανωμένης επιχείρησης.
5.2. Ενδεικτικές περιπτώσεις περιστασιακά απασχολούμενων

α) Τα φυσικά πρόσωπα όπως φοιτητές, νοικοκυρές, άνεργοι κλπ, που συμβάλλονται με εταιρείες ερευνών με συμβάσεις έργου ή όχι.
β) Τα φυσικά πρόσωπα που διενεργούν πωλήσεις με το σύστημα της κατ’ οίκον επίδειξης, ως αντιπρόσωποι πωλητές (dealers).
γ) Οι ιδιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι, φοιτητές, μεταπτυχιακοί φοιτητές, υποψήφιοι διδάκτορες κ.λ.π οι οποίοι μετέχουν σε ερευνητικά προγράμματα επιχορηγούμενα ή μη, τα οποία εκτελούνται τόσο από πρόσωπα υπόχρεα των ΕΛΠ, όσο και από διάφορους φορείς.
δ) Οι διερμηνείς ή μεταφραστές. 

Ποια πρόσωπα έχουν υποχρέωση έκδοσης απόδειξης δαπάνης


Οι οντότητες που υπόκεινται στις ρυθμίσεις των ΕΛΠ, όταν συναλλάσσονται ως αγοραστές με πρόσωπα μη υπόχρεα στην έκδοση τιμολογίου, εκδίδουν σχετικό παραστατικό προς τεκμηρίωση και αναγνώριση της συναλλαγής. Το παραστατικό αυτό, στην περίπτωση της λήψης υπηρεσιών από μη υπόχρεους, είθισται να καλείται απόδειξη δαπάνης. 
Απόδειξη δαπάνης εκδίδουν όλοι οι υπόχρεοι εφαρμογής των ΕΛΠ φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ανεξάρτητα από την κατηγορία μεγέθους τους και τη νομική τους μορφή (ατομική επιχείρηση, O.E., E.E., E.Π.E., A.E., Ι.Κ.Ε., κοινωνίες, κοινοπραξίες, συνεταιρισμοί, ενώσεις συνεταιρισμών, οντότητες που ανήκουν στο δημόσιο τομέα ή ελέγχονται από το Δημόσιο ή τελούν υπό την εποπτεία του Δημοσίου).
Το παραστατικό αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που ρητώς απαιτούνται από τις διατάξεις της παρ 10 του αρθρου 8των ΕΛΠ.

Φορολόγηση εισοδήματος προσωπικών εταιρειών, συνεταιρισμών


Φορολόγηση εισοδήματος προσωπικών εταιρειών, συνεταιρισμών κ.λπ.
  • Οι προσωπικές εταιρείες που συστήθηκαν στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή,
  • οι συνεταιρισμοί και ενώσεις αυτών,
  • οι κοινωνίες αστικού δικαίου, αστικές κερδοσκοπικές ή μη κερδοσκοπικές εταιρείες, συμμετοχικές ή αφανείς εφόσον ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα,
  • οι κοινοπραξίες και 
  • οι νομικές οντότητες που ορίζονται στο αρθρο 2 του Κ.Φ.Ε και δεν περιλαμβάνονται σε μια από τις προηγούμενες περιπτώσεις
όταν τηρούν απλογραφικά βιβλίαφορολογούνται, για τα κέρδη που αποκτούν από επιχειρηματική δραστηριότητασύμφωνα με την κλίμακα 
1. Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα φορολογούνται σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Φορολογητέο εισόδημα (ευρώ) Συντελεστής (%)
≤50.000 26%
>50.000 33%

Συντελεστής φορολόγησης κτήσης χρηματικών ποσών αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής


Συντελεστής φορολόγησης κτήσης χρηματικών ποσών αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής

Σχετ.
2. Η αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής κτήση χρηματικών ποσών υπόκειται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), προκειμένου για δικαιούχους που υπάγονται στην Α' κατηγορία, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), προκειμένου για δικαιούχους που υπάγονται στη Β' κατηγορία και με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%), προκειμένου για δικαιούχους που υπάγονται στη Γ' κατηγορία.
Κατάταξη φορολογουμένων

1. Οι δικαιούχοι της κτήσης, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες Α', Β' και Γ'.
Στην Α' κατηγορία υπάγονται:
α) ο σύζυγος του κληρονομουμένου,
β) το πρόσωπο το οποίο είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον κληρονομούμενο κατά τις διατάξεις του ν. 3719/ 2008 και το οποίο λύθηκε με το θάνατο αυτού, εφόσον η συμβίωση είχε διάρκεια τουλάχιστον δύο ετών,
γ) οι κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκούσια ή δικαστικά έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικά έναντι και των δύο γονέων),
δ) οι κατιόντες εξ αίματος δεύτερου βαθμού και
ε) οι ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού.
Στη Β' κατηγορία υπάγονται:
α) οι κατιόντες εξ αίματος τρίτου και επόμενων βαθμών,
β) οι ανιόντες εξ αίματος δεύτερου και επόμενων βαθμών,
γ) τα εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε,
δ) οι κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού,
ε) οι αδελφοί (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς),
στ) οι συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου,
ζ) οι πατριοί και οι μητριές,
η) τα τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου,
θ) τα τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπροί - νύφες) και
ι) οι ανιόντες εξ αγχιστείας (πεθεροί - πεθερές).
Στη Γ' κατηγορία υπάγεται οποιοσδήποτε άλλος εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενής του κληρονομουμένου ή εξωτικός.
Σε περίπτωση υιοθεσίας, η κατάταξη στην οικεία κατηγορία του υιοθετηθέντος ή των συγγενών αυτού έναντι του υιοθετήσαντος ή των συγγενών αυτού γίνεται με βάση τη συγγενική σχέση που προκύπτει κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Κατ' εξαίρεση, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί, για τον υπολογισμό του φόρου, να μην λάβει υπόψη το βαθμό συγγένειας που προκύπτει από την υιοθεσία, αν διαπιστώσει ότι αυτή έγινε για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις του παρόντος.
Σε περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομιάς, ο φόρος υπολογίζεται στο σύνολο της αξίας της, με βάση τους συντελεστές της Γ' κατηγορίας του άρθρου αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του αρθρου1  για νέα εκκαθάριση του φόρου.